ΑΔΥΝΑΤΗ Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΩΡΕΑΣ ΑΝ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΤΗΣ ΔΩΡΕΑΣ ΕΙΝΑΙ 10ΕΤΙΑΣ, ΛΟΓΩ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ

¨Όταν γίνεται μεταβίβαση κινητού ή ακινήτου πράγματος με δωρεά, ο δωρητής έχει το δικαίωμα να την ανακαλέσει αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή ή στον σύζυγο ή σε στενό συγγενή του. Ο δωρητής δικαιούται να απαιτήσει με αγωγή την αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος. 

Η επαναμεταβίβαση της κυριότητας γίνεται, εφόσον την αρνείται ο δωρεοδόχος, με καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως και μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της συμβολαιογραφικής δήλωσης του δωρητή περί αποδοχής της απόφασης αυτής. Αν ο δωρεοδόχος κατά το χρόνο της ανάκλησης είχε ήδη καταστεί κύριος του δωρηθέντος ακινήτου με χρησικτησία, δεν μπορεί να αναζητηθεί το δωρηθέν ακίνητο από το δωρεοδόχο (ούτε αυτοί υποχρεούνται να το αποδώσουν) ούτε με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού οι περί χρησικτησίας διατάξεις δεν προβλέπουν μόνο τυπικά τη μετάθεση της κυριότητας στο χρησιδεσπόζοντα αλλά και τη δικαιολογούν ουσιαστικά, παρέχοντας στο χρησιδεσπόζοντα αιτία διατήρησης του πλουτισμού.

Έχει κριθεί από τα ελληνικά δικαστήρια ότι δεν ασκεί έννομη επιρροή η ανάκληση δωρεών που αφορούσαν σε ακίνητα τα οποία οι δωρεοδόχοι εξουσίαζαν με συνεχή νομή πλέον των δέκα ετών με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη έναντι των δωρητών και επομένως είχαν αποκτήσει επί των ακινήτων αυτών κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο λόγω τακτικής χρησικτησίας.

Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 1041 του ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο πράγμα ακίνητο για μια δεκαετία, γίνεται κύριος του. Η δεκαετία αρχίζει αφότου μεταγραφεί ο τίτλος.

Κατά δε το άρθρο 505 ΑΚ ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα του αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωση του να διατρέφει το δωρητή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ανάκληση της δωρεάς απαιτείται παράπτωμα του δωρεοδόχου, ήτοι πράξη ή παράλειψη αυτού που να πηγάζει από δόλο ή, κατά τις περιστάσεις, από αμέλεια του, τούτο να είναι βαρύ και να συνιστά αχαριστία του δωρεοδόχου, ήτοι αντικοινωνική συμπεριφορά αυτού που να ενέχει παράβαση κανόνων δικαίου ή των περί ηθικής και ευπρέπειας

κρατουσών στην κοινωνία αντιλήψεων. Εξάλλου, από την περιέλευση στον δωρεοδόχο της δηλώσεως του δωρητή για ανάκληση της δωρεάς, η οποία είναι μονομερής πράξη και άτυπη (δηλαδή δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος π.χ. συμβολαιογραφικό έγγραφο) έστω και αν αφορά ακίνητο, η εμπράγματη κατάσταση που υπάρχει κατά το χρόνο που γίνεται η ανάκληση δεν μεταβάλλεται, δηλαδή ο δωρητής με την δήλωση της ανάκλησης δωρεάς δεν αποκτά ξανά την κυριότητα του αντικειμένου της δωρεάς, αλλ' ανατρέπονται «αυτοδικαίως» για το μέλλον (ex nunc) τα αποτελέσματα της ενοχικής συμβάσεως της δωρεάς και ο δωρητής δικαιούται να ζητήσει το αντικείμενο αυτής με αγωγή με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ειδικότερα, λόγω λήξεως της αιτίας, για την οποία δόθηκε το πράγμα.

Η αγωγή αυτή είναι ενοχική και στηρίζεται στην ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του χωρίς αιτία κατεχομένου πράγματος, μετά την ανάκληση της δωρεάς.

Περαιτέρω, αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας ο δωρητής δικαιούται να ζητήσει την αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης. Ετσι, αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάσθηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με αγωγή για καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως και μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον του συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής.

Περαιτέρω, η μέσω χρησικτησίας κτήση πράγματος επέρχεται εκ του νόμου με τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων, οι οποίες αποτελούν τη νόμιμη αιτία της άνω κτήσεως. Επομένως, κατά του αποκτήσαντος την κυριότητα πράγματος με χρησικτησία δεν χωρεί αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού ελλείπει ως προς αυτόν η προϋπόθεση της χωρίς νόμιμη αιτία κτήσεως του πλουτισμού. Ως εκ τούτου, αν ανακληθεί δωρεά ακινήτου και ο δωρεοδόχος (ή ο από αυτόν αποκτήσας προ της ανακλήσεως για νόμιμη αιτία και με νόμιμο τρόπο το δωρηθέν ακίνητο τρίτος) κατά το χρόνο της ανακλήσεως είχε ήδη καταστεί κύριος του δωρηθέντος ακινήτου με χρησικτησία, δηλαδή από νόμιμη αιτία, δεν μπορεί να αναζητηθεί το δωρηθέν ακίνητο από τον δωρεοδόχο ή τον ως άνω τρίτο, ούτε αυτοί υποχρεούνται να το αποδώσουν, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, αφού οι περί χρησικτησίας διατάξεις δεν προβλέπουν, μόνο τυπικά τη μετάθεση της κυριότητας στον χρησιδεσπόζοντα, αλλά και την δικαιολογούν ουσιαστικά (κατά την οικονομική αξία του πράγματος), παρέχοντας στον χρησιδεσπόζοντα αιτία διατήρησης του πλουτισμού.

Με άλλα λόγια αν η δωρεά ακινήτου έγινε με συμβόλαιο δωρεάς που μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο και έχουν περάσει δέκα και πλέον χρόνια από τότε, ο δωρεοδόχος έχει γίνει κύριος του ακινήτου με δύο τρόπους, α) από την ημέρα της μεταγραφής του συμβολαίου με την ιδιότητα του δωρεοδόχου, αλλά επίσης β) έχει καταστεί κύριος του ακινήτου δέκα χρόνια μετά από την μεταγραφή ως αποκτήσας αυτό με τακτική χρησικτησία, δηλαδή ως έχων νόμιμο τίτλο (συμβόλαιο δωρεάς) με διάνοια κυρίου (δηλαδή

συμπεριφορά ως αποκλειστικός και μοναδικός ιδιοκτήτης του ακινήτου) και με καλή πίστη, (καλοπροαίρετα).

Αν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις τότε ο δωρεοδόχος μπορεί να αντιτάξει στην αγωγή του δωρητή ανάκλησης της δωρεάς την ένσταση της χρησικτησίας ότι δηλαδή έχει καταστεί κύριος του ακινήτου μετά την παρέλευση των 10 ετών από την μεταγραφή του συμβολαίου δωρεάς και έχει αποκτήσει νόμιμο και αυτοτελές δικαίωμα διατήρησης του ακινήτου στην ιδιοκτησία του.

Αναστασία Χρ. Μήλιου

Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών

Τηλ. 6945-028153 e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it., This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

www.legalaction.gr

Κοινοποιήστε

«Μπούλινγκ»; .. Βία λέγεται.

 

Υπάρχει μία τάση τελευταία να υιοθετούμε ξενόφερτες λέξεις για να στρογγυλοποιούμε τις έννοιες.

Υπάρχει κάποιος λόγος που αρνούμαστε να πούμε τις λέξεις με τη βαρύτητα τους; Βία, ατόφια, βαριά και κακάσχημη βία είναι η λέξη. Όταν κάποιος σου ασκεί βία, είτε είσαι ενήλικος είτε όχι, τότε οι κινήσεις είναι μετρημένες. Καταγγέλλεις και απομακρύνεσαι από τον «θύτη» .

Έχει την τάση αυτή η λέξη, «μπούλινγκ», να ωραιοποιεί την βία, να τροχίζει τις γωνίες της. Παρατηρώ πως το μπούλινγκ με τη βία ζυγίζουν διαφορετικά στις συνειδήσεις μας.

Όμως το μπούλινγκ δεν είναι παιχνίδι για λίγους που κάθεσαι και το παρακολουθείς αμέτοχος, ούτε είναι το παιχνίδι που είσαι υποχρεωμένος να αντέξεις και να υποστείς.

Είναι βία, ψυχολογική, σωματική ή λεκτική. Δεν είναι παιχνίδι ούτε μόδα, ούτε δραστηριότητα, όπως το ζάπινγκ το σοπινγκ το τουϊτινγκ το τζόκινγκ κτλ.. Είναι αξιόποινη πράξη.

Δεν υπάρχουν Ελληνικές εκφράσεις όπως «απαλή βία»  ή «χιουμοριστική βία» ή «παιχνιδιάρικη βία». Είναι ελαφρότητα να θέλουμε να την ωραιοποιήσουμε. Φαίνεται πως δεν μπορούσαμε να το κάνουμε με ελληνικές λέξεις και εισάγαμε μία για να το πετύχουμε.

Όποια μορφή και αν πάρει, είτε είναι ηλεκτρονική είτε σωματική είτε λεκτική, η ασχήμια της πράξης αυτής, δεν κρύβεται ούτε ωραιοποιείται. Δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτή σε καμία της μορφή και έκφραση.  

Μεταπηδήσαμε στην εποχή της άμβλυνσης και της ανοχής με μεγάλα άλματα και είναι ανάγκη πια να ισορροπήσουμε. Αυτή την ασύδοτη ανοχή, τη σιγοντάρουν και οι ξενόφερτες λέξεις, σταδιακά αλλά αυξητικά και αυτό δε μπορείς παρά να το παρατηρήσεις.  

Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται. Υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης της. Όλοι έχουμε ευθύνη και η ευθύνη μας δίνει το δικαίωμα!.. (για όσους αναρωτιούνται αν πρέπει να επεμβαίνουν).

 

Γραμμή για παιδιά και εφήβους

116-111

Γραμμή για γονείς

801 801 1177

 

 

Δασκαλάκη Αθηνά 

Κοινοποιήστε

Γράφει η δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Χρ. Μήλιου : Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας

Σύμφωνα με το αρθ. 505 ΑΚ «ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή, στο σύζυγό ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή».

Ως αχαριστία κατά την ως άνω διάταξη η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. 

Έτσι αχαριστία μπορεί κατά τις περιστάσεις να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω κι αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο.

Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική άποψη είναι: α)ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, β) τα ελατήρια της δωρεάς και γ) η αξία του αντικειμένου της όπως και δ) ο τρόπος ενέργειας ε) ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και στ) το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενούς συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή.

Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος εκτιμά την συμπεριφορά αυτή με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνων υπόψιν αφενός τον βαθμό της υπαιτιότητος του δωρεοδόχου και αφετέρου τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται αν η από τον δωρεοδόχο συμπεριφορά εμπίπτει κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας.

Επιπροσθέτως κατά το αρθ. 509 παρ.1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με άτυπη σχετική δήλωση του δωρητή προς τον δωρεοδόχο, συνεπώς και με αγωγή, τα δε αποτελέσματα της ανάκλησης επέρχονται ευθύς ως περιέλθει η δήλωση σε

αυτόν περί ανακλήσεως και εφόσον ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και δύναται να δικαιολογήσει την ανάκληση.

Για την ευδοκίμηση αγωγής ανακλήσεως της δωρεάς πρέπει, αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά τον χρόνο της ανάκλησης, αφ’ετέρου, να αποδείξει ο ενάγων (δωρητής) την αλήθεια του αναφερόμενου στην δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά στην επιδειχθείσα από τον δωρεοδόχο αχαριστία να αποδείξει το προς το πρόσωπο του βαρύ παράπτωμα από το οποίο προήλθε αυτή.

Περαιτέρω, προκύπτει ότι αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, ο δωρητής δικαιούται σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσια απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης με δωρεά.

Έτσι αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας μετά την νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βούλησης, μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής.

Τέλος κατά το αρθ 510 ΑΚ. «η ανάκληση αποκλείεται, αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στον δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε τον λόγο της ανάκλησης. Δεν επιτρέπεται ανάκληση ύστερα από το θάνατο του δωρεοδόχου».

Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, η τιθέμενη με αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν το λόγο της αχαριστίας είναι εξακολουθητικά και φτάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, η οποία μπορεί να λήγει και με την άσκηση της αγωγής ανάκλησης, διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπ’όψιν ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος.

Ενέργειες όπως α) αθέτηση συμφωνίας υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις β) συνεχής καταφρονητική συμπεριφορά προς τον δωρητή αποτελούν η κάθε μία χωριστά αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους παράβαση των κανόνων δικαίου και των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας και συνιστούν βαριά παραπτώματα με τα οποία οι δωρεοδόχοι φαίνονται αχάριστοι απέναντι στον δωρητή.

Παράδειγμα που πληρούσε το πραγματικό των άνω διατάξεων και δικαιολογούσε την άσκηση και αποδοχή σχετικής αγωγής συνιστά η συμπεριφορά θυγατέρων απέναντι στον πατέρα δωρητή και συγκεκριμένα:

Οι εναγόμενες θυγατέρες δωρεοδόχοι αθέτησαν την υποχρέωση τους και ανακάλεσαν τα πληρεξούσια βάσει των οποίων παρείχαν στον ενάγοντα πατέρα τους δωρητή το δικαίωμα να διαχειρίζεται το δωρηθέν από αυτόν προς τις τελευταίες περιουσιακό στοιχείο ήτοι την επικαρπία οικοδομής κατά τα αναλογούντα σε αυτές ποσοστά, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα χρέη που είχε επωμιστεί για την ανέγερσή της και τις οικογενειακές ανάγκες μεταξύ των οποίων και τις δαπάνες για τις σπουδές τους σε ιδιωτικά σχολεία και πανεπιστήμια του εξωτερικού, αλλά και της γεννηθείσης στο μεταξύ τρίτης κόρης του, ως και τις πρόσθετες δαπάνες που είχε επωμιστεί για την υπέργηρη μητέρα του.

Οι εναγόμενες απέδειξαν αδικαιολόγητα προσβλητική και σκληρή συμπεριφορά προς τον πατέρα τους τον οποίον εξύβρισαν βάναυσα με ανοίκειους για την ηλικία, την συγγενική σχέση και την γενναιοδωρία του χαρακτηρισμούς με τις φράσεις «μαμάκια» και «γύφτο» ενώπιον μάλιστα και τρίτων απευθυνόμενες σε αυτόν του δήλωσαν ότι τις εξευτελίζει με το να κάνει παρέα με ανθρώπους της γειτονιάς. Του επέβαλαν παρά την οικονομική αδυναμία του να μετοικήσουν από την περιοχή που έμεναν μέχρι τότε, επειδή θεωρούσαν ότι δεν είναι του επιπέδου τους καθώς διαμένουν χαμηλής οικονομικής στάθμης και κοινωνικού επιπέδου άνθρωποι και να εγκατασταθούν σε οικία 180 τ.μ σε άλλη περιοχή.

Στην συνέχεια δε εξεδίωξαν αρχικά την γιαγιά τους και δωρήτρια προς αυτές της ψιλής κυριότητας της δωρηθείσης προς αυτές οικοδομής που διέμενε μαζί τους, αργότερα δε και τον δωρητή πατέρα τους από την μέχρι τότε χρησιμοποιούμενη για την διαμονή τους μισθωμένη από τον πατέρα τους οικία, υποχρεώνοντας αυτούς, δωρητή και μητέρα του, να μετοικήσουν σε υπόγειο διαμέρισμα της επίδικης οικοδομής με πρόσθετες για τον πατέρα τους δαπάνες λόγω του ότι η υπεργηρη μητέρα του είχε ανάγκη οικιακής βοηθού.

Στην βάναυση δε αυτή συμπεριφορά των εναγομένων που συνιστούσε βαρύ παράπτωμα δεν συνέτρεξε καμία υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του ενάγοντος δωρητή πατέρα τους. Η βάναυση και εξυβριστική συμπεριφορά των εναγομένων συνεχίστηκε προς τον ενάγοντα μονολότι αυτός έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και υπέρταση και ήταν ευάλωτος σε στενοχώριες και ενώ μετά από 10μηνο προσβλήθηκε από καρκίνο, όπου χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις, εξακολουθούσαν να εμμένουν και να του ζητούν χρήματα, ενώ δεν είχε και παρά το γεγονός ότι ήταν ηλικίας 26 και 28 ετών και εργάζονταν στο εξωτερικό, επιδεικνύοντας την ίδια βάναυση προς αυτόν συμπεριφορά, είτε τηλεφωνικώς είτε δια ζώσης, οσάκις βρίσκονταν στην Ελλάδα.

Παρά δε την κατάσταση αυτή του πατέρα τους ανακάλεσαν τα ως άνω πληρεξούσια, με τα οποία του παρείχαν την διαχείριση της δωρηθείσης προς αυτές περιουσίας, καθ’ην στιγμή εξακολουθούσε να έχει χρέη και πρόσθετες υποχρεώσεις και δαπάνες για την υγεία του, υπό το πρόσχημα ότι ήθελαν να καλύψουν τα έξοδα της μικρότερης αδελφής τους ηλικίας τότε 13 ετών, αν και τα κάλυπτε ο ίδιος και σε

κάθε περίπτωση η ανήλικη μπορούσε να επιδιώξει αυτά δια νόμιμου εκπροσώπου της.

Εξαιτίας της καταφρονητικής συμπεριφοράς των εναγομένων προς τον πατέρα τους, αλλά και την μητέρα του, οι οποίες αποτελούν κάθε μία χωριστά αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους παράβαση των κανόνων δικαίου και των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας και συνιστούν βαριά παραπτώματα με τα οποία φάνηκαν αχάριστες απέναντι του, ο ενάγων δωρητής με εξώδικη δήλωση του ανακάλεσε την προς αυτές δωρεά των ποσοστών επικαρπίας (25% εξ αδιαιρέτου για την κάθε μία) επί της επίδικης οικοδομής.

Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η ανάκληση της δωρεάς που έγινε από τον δωρητή ενάγοντα με την άνω εξώδικη δήλωση είναι νόμιμη αφού αποδείχθηκαν αληθείς οι λόγοι αναφορικά με την διαγωγή που επέδειξαν οι εναγόμενες απέναντι σε αυτόν και διέταξε την απόδοση των επίδικων ποσοστών επικαρπίας, διότι μετά την εν λόγω ανάκληση η δωρεά κατέστη ανίσχυρη και τα κατέχουν χωρίς νόμιμη αιτία.

Αναστασία Χρ. Μήλιου

Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών

Τηλ. 6945-028153

e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it., This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

www.legalaction.gr

Κοινοποιήστε

20ετης χρησικτησία στην Ελλάδα

 
 
20ΕΤΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 
15ΕΤΗΣ Η ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ, ΚΩ ΚΑΙ ΛΕΡΟΥ
Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου. Συμπλήρωση χρόνου της δεκαπενταετούς κτητικής παραγραφής
 
Γράφει η Αναστασία Χρ. Μήλιου, Δικηγόρος Παρ’Έφεταις*
 
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΚ, κύριος ακινήτου μπορεί να γίνει κάποιος είτε με σύμβαση (αγοραπωλησία, γονική παροχή, δωρεά) [παράγωγος τρόπος κτήσης] ή με χρησικτησία [πρωτότυπος τρόπος κτήσης]. 
Η χρησικτησία στα ακίνητα διακρίνεται σε «τακτική» και σε «έκτακτη». 
 
Τακτική χρησικτησία έχουμε όταν κάποιος έχει την φυσική εξουσία του ακινήτου με διάνοια κυρίου με νομιζόμενο τίτλο και καλή πίστη για τουλάχιστον 10 έτη. Διάνοια κυρίου σημαίνει να συμπεριφέρεται ως κύριος του ακινήτου και να ασκεί πράξεις κυριότητας επ’αυτού. Καλή πίστη σημαίνει να πιστεύει πράγματι ότι είναι κύριος αυτού και να έχει νομιζόμενο τίτλο, δηλαδή να πιστεύει ότι έχει μεταβιβασθεί νόμιμα το ακίνητο σε αυτόν.  Π.χ. κάποιος έχει αγοράσει με συμβολαιογραφικό έγγραφο  ακίνητο και το κατέχει σαν δικό του για 10 συνεχόμενα έτη, όμως εκείνος από τον οποίο το αγόρασε δεν ήταν ο πραγματικός κύριος. Στην περίπτωση αυτή το συμβόλαιο είναι άκυρο αλλά ο αγοραστής μετά την πάροδο των 10 ετών έχει αποκτήσει το ακίνητο με τακτική χρησικτησία. 
 
Έκτακτη χρησικτησία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιος ασκεί πράξεις νομής πάνω σε ένα ακίνητο για 20 τουλάχιστον έτη. Στην εικοσαετία συνυπολογίζονται και οι πράξεις νομής του προκατόχου του. Δηλαδή αν κάποιος έχει στην νομή του ένα ακίνητο, το οποίο απέκτησε από τον πατέρα του με αποδοχή κληρονομίας και ο πατέρας του το είχε με χρησικτησία τότε για την συμπλήρωση της 20ετίας συνυπολογίζονται τα χρόνια κατοχής τόσο του ίδιου όσο και του πατρός του. 
 
Στα νησιά της Δωδεκανήσου όμως Ρόδο, Κω και σε τμήμα της Λέρου (PortoLaggo- Λακκί),  ισχύει ο Κτηματολογικός Κανονισμός (διάταγμα 132/1929) του Ιταλού Κυβερνήτου, τα πράγματα είναι διαφορετικά. 
 
Κατά το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, που κυρώθηκε με το υπ' αριθ. 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου και διατηρήθηκε σε ισχύ, ως τοπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σ' αυτή της Ελληνικής νομοθεσίας, με το άρθρο 8 παρ. 2 N. 510/1947, κατά των εγγραφών του κτηματικού βιβλίου, που αφορούν ακίνητα ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) ισχύουν τα εξής: 
 
"κατά των εγγραφών του κτηματικού βιβλίου των αφορωσών εις ακίνητα ελευθέρας ιδιοκτησίας (μούλκια) συγχωρείται η παραγραφή κατά τας αρχάς της ιταλικής νομοθεσίας μετά δεκαπενταετίαν από της επισυμβάσης εγγραφής"  και

 "ο νομεύς όστις εχρησιδέσποσε δύναται να επιτύχει την εγγραφήν του δικαιώματος είτε δια πράξεως δι' ης συνομολογείταιη συνεχής δεκαπενταετής νομή του εκ μέρους του εγγεγραμμένου τιτλούχουείτε δια δικαστικής αποφάσεως αναγνωριζούσης έναντι του τελευταίου τούτου ή των κληρονόμων του ή, εν ελλείψει αυτών, του διευθυντού του Κτηματολογικού Γραφείου ότι η παραγραφή συνεπληρώθη".

 

Με άλλα λόγια  συγχωρείται η παραγραφή κατά τις αρχές της Ιταλικής νομοθεσίας, μετά από δεκαπενταετία από την εγγραφή που έγινε, ο δε νομέας που χρησιδέσποσε μπορεί να επιτύχει την εγγραφή του δικαιώματος είτε με πράξη, με την οποία συνομολογείται η συνεχής 15ετής νομή του από μέρους του τιτλούχου που είναι εγγεγραμμένος, είτε με δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει έναντι του τελευταίου τιτλούχου ή των κληρονόμων του ή, αν αυτοί δεν υπάρχουν, του διευθυντή του κτηματολογικού γραφείου, ότι η παραγραφή συμπληρώθηκε. 

Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με 15ετή νομή, ως προς τα άλλα δε στοιχεία αυτής, ήτοι τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης της δεκαπενταετούς αυτής κτητικής παραγραφής, παραπέμπει στις διατάξεις της Ιταλικής νομοθεσίας. Η παραπομπή όμως αυτή, που είναι γνησία, έχει την έννοια ότι η συμπλήρωση των παραπάνω διατάξεων γίνεται όχι με εκείνες της αστικής νομοθεσίας που ίσχυε κατά τη θέσπισή τους, αλλά με αυτές που ισχύουν κάθε φορά. Συνεπώς, ενόψει και του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 3 ΕισΝΑΚ, κατά τον οποίο "στις περιπτώσεις που στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται με το νόμο αυτό εφαρμόζονται στη θέση τους οι αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα",

είναι σαφές ότι από 30-12-1947, που έχει εισαχθεί στη Δωδεκάνησο, ο ΑΚ, η παραπομπή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 63 παρ. 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου στις αρχές της Ιταλικής νομοθεσίας έχει πλέον την έννοια της παραπομπής στις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού ΑΚ, που ισχύει πλέον στη Δωδεκάνησο, από τις οποίες τώρα διέπεται η δεκαπενταετής κτητική παραγραφή που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης διαδρομής και συμπλήρωσης αυτής (ΟλΑΠ 188/1980). Επομένως, μετά την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο, αρκεί, κατά τα άρθρα 974 - 979, 1045 και 1051 ΑΚ προς κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία η επί πλήρη δεκαπενταετία άσκηση νομής με διάνοια κυρίου.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΧΡ.  ΜΗΛΙΟΥ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΕΦΕΤΑΙΣ ΑΘΗΝΩΝ

Τηλ. 6945-028153

e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it., This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

 

www.legalaction.gr,  fb: Αναστασία Μήλιου

Κοινοποιήστε

Σύγκρουση με ζώο σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΖΩΟ ΣΕ ΔΡΟΜΟ ΤΑΧΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ.

ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ

Πριν δύο μήνες περίπου σημειώθηκε τροχαίο ατύχημα στην ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ χωρίς ευτυχώς τραυματισμό, αλλά με υλικές ζημιές, όταν μια αγελάδα εισέβαλε στον αυτοκινητόδρομο.  Σε τέτοια περίπτωση την βασική ευθύνη φέρει ο ιδιοκτήτης του άτυχου ζώου. Τι συμβαίνει όμως όταν το ζώο που εισβάλλει σε οδό ταχείας κυκλοφορίας είναι αδέσπωτο;

Κατά κύριο λόγο την ευθύνη για την ασφαλή χρήση των οδών ταχείας κυκλοφορίας φέρει το Ελληνικό Κράτος μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του ΥΠΕΧΩΔΕ για την συντήρηση των εθνικών οδικών δικτύων καθώς υποχρεούται να κατασκευάζει, ανακαινίζει και συντηρεί τις εθνικές οδούς (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3155/1965).

Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Α' 57) «Όποιος έχει τις κατά τον παρόντα Κώδικα αρμοδιότητες ή την εξουσία επί του πράγματος, επί του οποίου διεξάγεται δημόσια κυκλοφορία, υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο, ώστε από τη δημόσια κυκλοφορία να μην δημιουργείται κίνδυνος ή ζημία τρίτων προσώπων ή άλλων έννομων αγαθών».

Αυτό αφορά και την περίπτωση όπου μεγάλα τμήματα οδών ταχείας κυκλοφορίας έχουν δοθεί σε εταιρείες από το Ελληνικό Δημόσιο, οι οποίες φέρουν την ευθύνη για  την κατασκευή και εκμετάλλευσή τους, αρά και την συντήρηση και επίβλεψη αυτών.

Μεταξύ του ελληνικού κράτους και των εταιρειών αυτών έχουν υπογραφεί συμβάσεις, που καθορίζουν τις συγκεκριμένες ευθύνες των ανάδοχων εταιρείων και τα όρια αυτών.

Σε κάθε δηλαδή οδικό δίκτυο ταχείας κυκλοφορίας που η εκμετάλλευση του δεν ανήκει στο ελληνικό δημόσιο π.χ. ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ, η σύμβαση αναδοχής είναι διαφορετική και η ευθύνη της κάθε αναδόχου εταιρείας διαφοροποιημένη από τις άλλες. Εκεί λοιπόν για να δούμε ακριβώς την ευθύνη της αναδόχου εταιρείας πρέπει να μελετήσουμε την συγκεκριμένη σύμβασή της.

 Όσον αφορά το εθνικό οδικό δίκτυο στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος . . . ».

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφ' όσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Π.χ. η αιφνίδια είσοδος αδέσπωτου ζώου στον αυτοκινητόδρομο, η οποία, όμως, θα είχε εμποδισθεί, εάν υπήρχε η προβλεπόμενη από την οικεία μελέτη κατασκευής της εν λόγω οδού περίφραξης για τον αποκλεισμό της εισόδου ζώων στον αυτοκινητόδρομο και η οποία (περίφραξη) δεν έγινε ή δεν είχε ελεγχθεί και συντηρηθεί επαρκώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου.

Για τη θεμελίωση της ανωτέρω ευθύνης απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ η ευθύνη του Δημοσίου καλύπτει κάθε θετική και αποθετική ζημία του ζημιωθέντος από την παράνομη δραστηριότητα των οργάνων αυτού, ως, επίσης, και την χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 εδαφ. γ' του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι πρόκειται περί μορφής αδικοπραξίας. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.

Αναστασία Χρ. Μήλιου

Δικηγόρος Αθηνών

Τηλ. 210-6400282, 6945-028153

e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

Κοινοποιήστε

Το βασικό κληρονομικό δικαίωμα της νόμιμης μοίρας

TO ΒΑΣΙΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ  ΜΟΙΡΑΣ

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ-ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ

Γράφει η Αναστασία Χρ. Μήλιου, Δικηγόρος Παρ’ Εφέταις*

 

Υπάρχους δύο τρόποι να εγκατασταθεί κάποιος κληρονόμος. Με διαθήκη ή χωρίς διαθήκη, (εξ αδιαθέτου κληρονόμος). Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος, όπως προκύπτουν από το ομώνυμο πιστοποιητικό που εκδίδεται από το Δήμο που ήταν εγγεγραμμένος ο θανών.

Αν ο αποβιώσας είχε σύζυγο και 2 τέκνα τότε αυτοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και τον κληρονομούν κατά τα εξής ποσοστά: Κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου η σύζυγος και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα. Στην περίπτωση δε που είναι δύο όπως στο παράδειγμα μας κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος.

Αν ένα τέκνο είχε προαποβιώσει του θανόντος τότε στην μερίδα του υπεισέρχονται και κληρονομούν τα δικά του τέκνα (εγγόνια). Αν είναι ένα κληρονομεί τα 3/8 αν είναι δύο τα 3/16 το καθένα  κ.τ.λ. Αν ο αποβιώσας δεν είχε τέκνα τότε κληρονομείται από την σύζυγο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα αδέλφια του ή τους γονείς του που υπεισέρχονται στο άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου.

Ο/Η σύζυγος, τα τέκνα, τα εγγόνια και οι γονείς  ονομάζονται  «αναγκαίοι κληρονόμοι» και έχουν δικαίωμα στην κληρονομιαία περιουσία ακόμα κι αν η επιθυμία του θανόντος ήταν να αποκλειστούν από αυτήν. Αυτοί θα λάβουν ως κληρονομιά το μέρος εκείνο της κληρονομικής περιουσίας, που ονομάζεται «νόμιμη μοίρα»και προβλέπεται από τις διατάξεις της «αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής» του κληρονομικού δικαίου. Οι διατάξεις αυτές ενεργοποιούνται μόνο στην περίπτωση που ο διαθέτης άφησε με διαθήκη την περιουσία του αποκλείοντας με αυτήν κάποιους από τους αναγκαστικούς κληρονόμους ή αφήνοντας τους ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είναι μικρότερη και από αυτήν της νόμιμης μοίρας.

Από τους ανωτέρω συγγενείς αναγκαίοι κληρονόμοι θα γίνουν μόνο οι κατιόντες και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος άφησε κατιόντες, και οι γονείς και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν άφησε κατιόντες αλλά μόνο γονείς. Γίνεται λοιπόν ήδη φανερό ότι ο/η σύζυγος του κληρονομούμενου γίνεται αναγκαία κληρονόμος σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής, οι δε γονείς γίνονται αναγκαίοι κληρονόμοι μόνο εάν ο κληρονομούμενος δεν κατέλειπε τέκνα ή εγγόνια.

Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή η νόμιμη μοίρα είναι το μισό του υποθετικού ποσοστού, το οποίοι θα ελάμβανε ο αναγκαίος κληρονόμος, αν ο κληρονομούμενος δεν είχε αφήσει διαθήκη και κληρονομούνταν με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Για να βρούμε επομένως ποιο ποσοστό θα λάβει ο κάθε κληρονόμος πρέπει να γνωρίζουμε ποιο είναι το ποσοστό το οποίο θα ελάμβανε ως κανονικός κληρονόμος με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.

Ο/Η σύζυγος περιορίζεται στο 1/8 της κληρονομίας ήτοι το μισό του 1/4 που δικαιούται με την εξ αδιαθέτου διαδοχή εφόσον υπάρχουν τέκνα ή εγγόνια, σε κάθε άλλη περίπτωση στο 1/4  εξ αδιαιρέτου.

Η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεταικαι μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας.

Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα κηδείας και τα υπόλοιπα χρέη [πραγματική κληρονομιά] β) προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι παροχές του κληρονομούμενου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, (δωρεές, γονικές παροχές), [πλασματική κληρονομιά], γ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου και δ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρανομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρανομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του.

Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας πρέπει να προστεθεί για την εξεύρεση της αυξημένης κληρονομικής ομάδας στην πραγματική κληρονομική ομάδα, η αξία κατά τον χρόνο που έγιναν όλων των δωρεών ή γονικών παροχών, που έκανε εν ζωή ο διαθέτης προς τους άλλους μεριδούχους.

Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου [πραγματική κληρονομιά] δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.

Όταν η πραγματική κληρονομική ομάδα δεν επαρκεί για να καλύψει την νόμιμη μοίρα του αναγκαίου κληρονόμου, οι παροχές εκ μέρους του διαθέτη τυγχάνουν ακυρωτέες ως άστοργες, αφού μ` αυτές προσβάλλεται το δικαίωμα των αναγκαίων κληρονόμων στη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή αυτή ονομάζεται αγωγη μέμψης αστόργου δωρέας και η προθεσμία άσκησής της είναι δύο χρόνια από το θάνατο του διαθέτη.

Συνεπώς, για να λάβει κάποιος τη νόμιμη μοίρα που του αναλογεί κατά το ελλείπον ποσοστό από την κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη, πρέπει να λάβει την αξία της υπολειπομένης νομίμου μοίρας του τόσο από την πραγματική κληρονομική ομάδα, όσο και με ανατροπή των τυχόν υπαρχουσών δωρεών κατά το μέτρο που η αξία των δωρηθέντων καλύπτει το ελλείπον ποσοστό της νομίμου μοίρας του.

Με βάση τα ανωτέρω, οι προϋποθέσεις της μέμψεως είναι: α) η ύπαρξη αναγκαίων κληρονόμων, β) η προσβολή της νόμιμης μοίρας, γ) η αδυναμία καλύψεως της νόμιμης μοίρας με την πραγματική κληρονομία  και δ) η ύπαρξη άστοργης δωρεάς με την οποία προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα ως τοιαύτης νοουμένης και της δωρεάς εν ζωή προς τρίτους που έγινε κατά την προ του θανάτου του κληρονομουμένου δωρητή δεκαετία και δεν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

Εν όψει αυτών: 1. Η μέμψη άστοργης δωρεάς είναι η αγωγή του μεριδούχου, του οποίου η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με δωρεά, 2. χωρεί μόνον κατά το μέρος που η πραγματική κληρονομία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας. 3. Σε μέμψη υπόκεινται μόνον δωρεές, που κατά το άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ συνυπολογίζονται στον καθορισμό της κληρονομίας, με βάση την οποία υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα. 4. Αν οι δωρεές είναι περισσότερες η μέμψη αρχίζει από την χρονικά τελευταία δωρεά και προχωρεί στις χρονικά αμέσως προηγούμενες δωρεές, εωσότου φθάσουμε σε δωρεά, που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα, κατά της οποίας και δεν χωρεί μέμψη.

Για να διαπιστωθεί η προσβολή της νόμιμης μοίρας, η οποία είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδος, είναι απαραίτητο να καθοριστεί, όχι το ποσοστό της, αλλά η αξία της.

Συνεπώς για τον προσδιορισμό της νομίμου μοίρας προς ανατροπή δωρεάς κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα, πρέπει να γνωρίζουμε την αξία όλης της καταλειφθείσης κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, καθώς και την αξία των υπό του θανόντος εις τους μεριδούχους οποτεδήποτε παραχωρηθέντων άνευ ανταλλάγματος, καθώς και των σε οποιουσδήποτε (τρίτους ή μεριδούχους) δωρηθέντων υπ’ αυτού εντός της τελευταίας προ του θανάτου δεκαετίας, αξία την οποία κάθε παροχή είχε κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της και η οποία προστίθεται λογιστικώς στην υπάρχουσα κληρονομιά, ώστε να προκύψει το ποσοστό της νομίμου μοίρας του καθενός και η τυχόν ανάγκη της ανατροπής της δωρεάς κατά το μέρος που λείπει, διότι άλλως δεν μπορεί να διακριβωθεί αν η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, επαρκεί ή όχι για την ικανοποίηση της νομίμου μοίρας του μεριδούχου και κατά συνέπεια εάν πρέπει να ανατραπεί και κατά ποιο μέτρο η δωρεά της οποίας ζητείται η ανατροπή, αλλά και διότι δεν γίνεται δυνατός ο ακριβής υπολογισμός της νομίμου μοίρας της οποίας και ζητείται η ικανοποίηση με την ανατροπή της άστοργου δωρεάς.

Προκειμένου δε να βρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσόν που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρανομαστής το ποσόν της προς ανατροπή δωρεάς και όχι όλης της κληρονομικής ομάδος.

Αναστασία Χρ. Μήλιου

Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών

Τηλ. 6945-028153

e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

fb: Αναστασία Μήλιου

Κοινοποιήστε

Γιατί απέχουν οι δικηγόροι;

Γράφει η δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Χρ. Μήλιου*

H συντριπτική πλειοψηφία των δικηγόρων μέσω δημοψηφίσματος αποφάσισε να προβεί σε απεργία διαρκείας και αποχή από τα δικαστήρια ως ένδειξη έντονης διαμαρτυρίας και δυσαρέσκειας  για το νέο νομοσχέδιο που πρόκειται να ψηφιστεί από την Βουλή και αφορά τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Ειδικότερα:

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξήγγειλε νομοσχέδιο με ριζικές αλλαγές στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αλλάζουν εντελώς πρώτον  την μορφή της ακροαματικής διαδικασίας έτσι όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα και δεύτερον τον τρόπο διεξαγωγής των πλειστηριασμών και κατασχέσεων. Και όλα αυτά με ένα νομοσχέδιο που ευνοεί κατά κύριο λόγο τους δυνατούς και κυρίως όπως αναλυτικά θα εξηγήσουμε τις Τράπεζες.

Ειδικότερα προβλέπεται η κατάργηση της μέχρι τώρα διαδικασίας στο ακροατήριο, με την εξέταση των μαρτύρων.

Πλέον η όλη διαδικασία, ή το μεγαλύτερο μέρος της, θα διεξάγεται εγγράφως. Πρόκειται για μια  άφωνη συζήτηση  που μπορεί μάλιστα να λάβει χώρα χωρίς την παρουσία διαδίκων ή πληρεξουσίων δικηγόρων.  Αν κρίνει ο δικαστής πως απαιτείται εξέταση μαρτύρων ενός από κάθε πλευρά, τότε προβλέπεται η δυνατότητα να επαναληφθεί η συζήτηση, δηλαδή να υπάρξει κατ' αντιδικία προφορική εξέταση του μάρτυρα και σε περίπτωση Πολυμελούς Δικαστηρίου τούτη διεξάγεται μόνον ενώπιον του εισηγητή και όχι της όλης σύνθεσης

Το Υπουργείο ισχυρίζεται  ότι με τον τρόπο αυτό η εν λόγωδιαδικασία από την κατάθεση της αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης θα διαρκεί περίπου 6-8 μήνες, από 3,5 χρόνια που απαιτείται σήμερα για την έκδοση πρωτόδικης απόφασης.

Ο βασικός αντίλογος σε αυτό είναι ότι μέσα από την διαδικασία επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης θα προκληθεί «έλλειμμα δικαιοσύνης».

Οι έχοντες σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης και τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας των εμμάρτυρων αποδείξεων γνωρίζουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις μόνο η ακροαματική διαδικασία μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη ποια από τις δύο πλευρές που συγκρούονται έχει δίκιο. Η εξέταση των μαρτύρων από το δικαστή αλλά και τους δικηγόρους είναι το βασικότερο των αποδεικτικών μέσων, που χρησιμοποιείται από τότε που συγκροτήθηκαν στον κόσμο δικαστήρια. Οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν το αποδεικτικό εκείνο μέσο  που κατά τις εκτιμήσεις όλων όσων συμμετέχουν σε μια δίκη, θεωρείται το λιγότερο αξιόπιστο και τούτο διότι συντάσσονται από τους δικηγόρους και απλά υπογράφονται από τους μάρτυρες. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο εύκολα μέσω του γραπτού λόγου, μπορεί ένας μάρτυρας να τονίσει αυτά που συμφέρουν τον διάδικου υπέρ του οποίου καταθέτει και να σιωπήσει για όσα μπορεί να γνωρίζει εις βάρος του, αφού η κατάθεσή του είναι απολύτως ελεγχόμενη. Αυτό όπως γνωρίζουμε όλοι δεν συμβαίνει μπροστά σε ένα ζωντανό δικαστήριο που ο μάρτυρας δεν γνωρίζει τις ερωτήσεις που θα υποβάλει ο δικαστής ή αντίδικος δικηγόρος. Το άγχος, η βιασύνη του μάρτυρα ή η ικανότητα του δικηγόρου να εκμαιεύει πληροφορίες,  επιτρέπουν στην αλήθεια να αποκαλυφθεί. 

Πέρα από αυτό όμως, το προτεινόμενο σύστημα ευνοεί τον ισχυρό και αδικεί τον αδύνατο. Είναι πλέον εύκολο στον οικονομικά ισχυρό και να βρει αρκετούς μάρτυρες και να τους εξετάσει σε Συμβολαιογράφο ή σε Ειρηνοδίκη, σε αντίθεση με τον οικονομικά αδύναμο, που δεν μπορεί να το πράξει με την ίδια (οικονομική) ευχέρεια.

Και τούτο διότι οι ένορκες βεβαιώσεις ως ισχύουν σήμερα, έχουν την εξής διαδικασία. Κλήση που επιδίδεται σε όλους τους αντιδίκους με δικαστικό επιμελητή για την γνωστοποίηση της ημέρας, της ώρας και του τόπου διεξαγωγής των ένορκων βεβαιώσεων. Κόστος περί τα 50 ευρώ η κάθε επίδοση.

Οι ένορκες μπορούν να γίνουν είτε ενώπιον συμβ/φου ή Ειρηνοδίκη. Στην περίπτωση του συμβολαιογράφου το κόστος είναι ανά φύλλο ένορκης όπως την κοστολογεί ο κάθε συμβολαιογράφος.

Στον Ειρηνοδίκη εφόσον ο διάδικος είναι παρόν κατά την ένορκη εξέταση δεν πληρώνει τίποτα πέρα από τα χαρτόσημα της αίτησης και τα αντίγραφα.

Στην αναγκαστική εκτέλεση που σημαίνει κατάσχεση και πλειστηριασμό ακινήτου του οφειλέτη, έχουν αναγγελθεί οι σημαντικότερες αλλαγές.

Το υπουργείο δικαιοσύνης τόνισε ότι θα υπάρξουν δραστικές αλλαγές στους πλειστηριασμούς ακινήτων οι οποίοι θα γίνονται ηλεκτρονικά.

Σύμφωνα με το νέο σχέδιο όλες οι πράξεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης θα συγκεντρώνονται σε μια πράξη (ανακοπή) για την άσκηση της οποίας προβλέπονται πλέον μόνο δυο στάδια, ένα πριν και ένα μετά τον πλειστηριασμό.

Μέχρι τώρα ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ανακοπής εναντίον κάθε προγράμματος πλειστηριασμού. Περιορίζονται δηλαδή τα ένδικα μέσα που έχει ο οφειλέτης σε περίπτωση που κατάσχεται και εκπλειστηριάζεται το ακίνητό του.

Επιπλέον προβλέπεται συγκεκριμένος προσδιορισμός του πλειστηριασμού το αργότερο εντός 8 μηνών από την ημέρα της κατάσχεσης ενώ απλοποιείται και το σύστημα υποβολής προσφορών στον πλειστηριασμό. Για τις τιμές των ακινήτων κατά τον πλειστηριασμό, αυτές θα είναι στα 2/3 της αντικειμενικής αξίας, στο δεύτερο στάδιο θα είναι στο 1/2 και μετά πάμε στο 1/3.

 Σύσσωμος ο δικηγορικός κόσμος συμφωνεί και διαμαρτύρεται διότι είναι σαφές ότι  με το νομοσχέδιο αυτό, προετοιμάζεται το έδαφος για μαζικές κατασχέσεις στα ακίνητα των δανειοληπτών από τις Τράπεζες ή απ’ αυτούς, στους οποίους θα πωληθούν από τις Τράπεζες τα κόκκινα δάνεια. Και τούτο προκύπτει από την δυνατότητα που δίνει το νέο νομοσχέδιο πολλαπλών κατασχέσεων στο ίδιο ακίνητο, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει μέχρι σήμερα ότι μόνο μία κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί, χωρίς βέβαια να αγνοούνται και τα συμφέροντα των λοιπών δανειστών, πέραν του κατάσχοντος.

Η διαδικασία της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού απλοποιείται σε όφελος του δανειστή, ενώ η θέση του οφειλέτη πολύ δύσκολη  εκ των πραγμάτων, επιδεινώνεται παραπέρα, με την αποδυνάμωση της άμυνας του και τον περιορισμό των ενδίκων μέσων που μπορεί να ασκήσει.  Πρέπει δε να ληφθεί υπ’όψιν ότι οι προτάσεις αυτές απλούστευσης της διαδικασίας των πλειστηριασμών προήλθαν από μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι προϊστάμενοι των νομικών τμημάτων της Τράπεζας Πειραιώς και της Eurobank, ενώ το σώμα των δικαστών διαμαρτύρεται ότι οι δικές του προτάσεις και οι αντιθέσεις του με αυτά που πρόκειται να ισχύσουν δεν ελήφθησαν καθόλου υπ΄όψιν.

 Επίσης άλλη σημαντική αλλαγή σε βάρος των πολιτών και υπέρ των τραπεζών είναι η εξής:  Μέχρι τώρα ο εργαζόμενος κατά του οφειλέτη-εργοδότη, σε βάρος του οποίου γινόταν πλειστηριασμός, είχε προνόμιο, δηλαδή κατατασσόταν πριν από άλλες απαιτήσεις. Με το νέο νομοσχέδιο προηγούνται οι αξιώσεις των Τραπεζών έναντι αυτών  των εργαζομένων, που έτσι είναι βέβαιο ότι δεν θα ικανοποιηθούν.

Δηλαδή αν μια τράπεζα κι ένας εργαζόμενος προέβαιναν σε αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του εργοδότη προηγείται μέχρι σήμερα η ικανοποίηση του εργαζομένου από το εκπλειστηρίασμα και από ό,τι περισσεύει  θα ικανοποιηθεί η τράπεζα ή όποιος άλλος δανειστής. Τώρα η τράπεζα προηγείται έναντι όλων.

Με λίγα λόγια η θέση των δικηγορικών συλλόγων είναι οτι το προτεινόμενο νομοθέτημα είναι ενταγμένο στην προσπάθεια που γίνεται να θιγούν ακόμα περισσότερο  οι πιο αδύναμοι και να ενισχυθούν οι δυνατοί, τους οποίους έχει αποδείξει ότι εξυπηρετεί η τροποποίηση του κώδικα πολιτικής δικονομίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε συνεργασία με το Υπουργείο  Οικονομικών.

Αναστασία Χρ. Μήλιου

Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών

Τηλ. 6945-028153

e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

 

FB: Αναστασια Μήλιου

Κοινοποιήστε

Ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός έναντι χρεών προς το δημόσιο

Ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός έναντι χρεών προς το δημόσιο

Από τον Αύγουστο του 2014 ενεργοποιήθηκε η ηλεκτρονική εφαρμογή του Taxisnet μέσω της οποίας οι φορολογούμενοι μπορούν να γνωστοποιήσουν στην Εφορία τον ένα και μοναδικό ακατάσχετο τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο οι καταθέσεις (για τα φυσικά πρόσωπα) μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ δεν θα μπορούν να δεσμευτούν από την εφορία έναντι χρεών προς το δημόσιο.

Με άλλα λόγια μιλάμε για εκείνο τον λογαριασμό που θα μπορούν να υπάρχουν καταθέσεις μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ, ποσό το οποίο η εφορία δεν θα μπορεί να αγγίξει ανεξαρτήτως αν ο φορολογούμενος οφείλει τα χρήματα αυτά.

 

Η πρόσβαση στην ηλεκτρονική εφαρμογή για τη δήλωση του λογαριασμού, θα γίνεται με τους προσωπικούς κωδικούς του καθενός στο Taxis.

Σύζυγοι που δεν έχουν δικούς τους κωδικούς, πρέπει να ακολουθήσουν τη διαδικασία έκδοσης κλειδαρίθμου καθώς δεν επιτρέπεται η πρόσβαση με τον κωδικό του συζύγου.

Με βάση τον νέο νόμο, καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των 1500 ευρώ ανά συνδικαιούχο (δηλαδή σε περίπτωση κοινού λογαριασμού, το όριο των 1500 ευρώ ισχύει για κάθε δικαιούχο του λογαριασμού ξεχωριστά).

 

Ειδικότερα όσον αφορά τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς δεν κατάσχονται ποσά ως 3.000 ευρώ αν οι συνδικαιούχοι είναι δύο, 4.500 ευρώ αν είναι τρεις κ.τ.λ.

Για παράδειγμα όταν ένα ζευγάρι μισθωτών έχει ένα βιβλιάριο κατάθεσης, με υπόλοιπο 3.500 ευρώ, το ακατάσχετο είναι 1.500 Χ 2= 3.000 ευρώ.

Αν τώρα ο ένας από τους δύο οφείλει στην εφορία 600 ευρώ, και η ΔΟΥ ζητήσει κατάσχεση του ποσού από την τράπεζα, η διαδικασία έχει ως εξής:Τα 3.000 ευρώ είναι ακατάσχετα. Τα υπόλοιπα 500 ευρώ διαιρούνται δια του 2 (όσοι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού) = 250 ευρώ. Η τράπεζα λοιπόν, έχει δικαίωμα να κατάσχει από τα 600 ευρώ που οφείλονται μόνο το ποσό των 250 ευρώ και να το αποδώσει στην εφορία.

 

Δεν επιτρέπεται κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων εφόσον το ποσό αυτών (αφαιρουμένων των εισφορών) είναι μικρότερο των 1500 ευρώ.

 

Στις περιπτώσεις που μισθός, σύνταξη κλπ υπερβαίνει τα 1500 επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου του μισθού ή της σύνταξης, το εναπομένον ποσό όμως δεν είναι μπορεί να είναι μικρότερο των 1500 ευρώ.

Δηλαδή αν κάποιος παίρνει σύνταξη ή μισθό 2000 ευρώ, το ¼ είναι 500 ευρώ και μπορούν να κατασχεθούν αφού τα υπόλοιπα ¾ είναι 1500. Αν όμως ο μισθός είναι 1800, δεν μπορούν να κατασχεθούν τα 450 ευρώ αλλά μόνο τα 300.

 

Κατασχέσεις καταθέσεων, δεν μπορούν να γίνουν σε περίπτωση που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του οφειλέτη είναι μικρότερες των 500 ευρώ.

Δηλαδή αν κάποιος έχει στην τράπεζα καταθέσεις ύψους 5.000 ευρώ αλλά χρωστάει στην Εφορία 499 ευρώ, δεν θα γίνει κατάσχεση του λογαριασμού για το ποσό αυτό.

 

Κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί, σε βάρος των οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, περιορίζονται ή αίρονται μετά από αίτησή τους.

Στην περίπτωση που ήδη έχετε πέσει θύμα κατάσχεσης, τότε θα πρέπει να απευθυνθείτε στο υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η διαδικασία για να επιστραφούν χρήματα που κατασχέθηκαν από τον λογαριασμό σας.

Σε περίπτωση που δεν τηρείται ο νόμος οι πολίτες έχουν πάντα το δικαίωμα να προβαίνουν σε όλες τις προβλεπόμενες δικαστικές διαδικασίες για διεκδίκηση της απόδοσης των κατασχεθέντων και της αποζημίωσης σε περίπτωση αδικοπραξίας

 

Όλα τα ανωτέρω αφορούν τον ένα και μόνο τραπεζικό λογαριασμό που θα δηλωθεί ως ακατάσχετος και όχι όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς που πιθανόν να διατηρεί κάποιος.

Για τους υπόλοιπους τραπεζικούς λογαριασμούς η κατάσχεση μπορεί να γίνει κανονικά από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ευρώ του υπολοίπου του τραπεζικού λογαριασμού.

 

Ποια είναι όμως η διαδικασία γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού και ποιες οι προϋποθέσεις για να είναι η αίτηση επιτυχής. 1. Κάθε φυσικό πρόσωπο που φορολογείται στην Ελλάδα δικαιούται να διατηρεί έναν μοναδικό λογαριασμό, ατομικό ή κοινό, σε μία μόνο τράπεζα, στον οποίο οι καταθέσεις είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού 1.500 ευρώ. 2. Στην περίπτωση φορολογουμένων, μισθωτών ή συνταξιούχων, ο ως άνω λογαριασμός είναι αποκλειστικά αυτός της μισθοδοσίας ή της, σύνταξης ή αυτός στον οποίο κατατίθενται τα ασφαλιστικά βοηθήματα κατά περίπτωση. 3. Για τη γνωστοποίηση, στη Φορολογική Διοίκηση, του μοναδικού ακατάσχετου τραπεζικού του λογαριασμού, ο ενδιαφερόμενος πολίτης υποβάλλει ηλεκτρονικά Αίτηση / Υπεύθυνη Δήλωση, μέσω TAXISnet, με την οποία ενημερώνει για τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού δηλώνει (σε μορφή IBAN).

Αν σε περίπτωση που ο λογαριασμός που έχει δηλωθεί κλείσει ή εφόσον επιθυμεί την αλλαγή του παλαιού λογαριασμού με νέο ο πολίτης οφείλει να το δηλώσει αμέσως πάλι με την ίδια διαδικασια.

4. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να έχει εξασφαλίσει ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει ήδη συσχετισμένο τον Α.Φ.Μ. του με τον λογαριασμό IBAN που ως (συν)δικαιούχος προτίθεται να δηλώσει στο TAXISnet.

Κατά την συμπλήρωση της δήλωσης πρέπει να προσέχουμε τα εξής:

-Ο Α.Φ.Μ. να αντιστοιχεί σε αυτόν που έχει για μας η τράπεζα (δηλαδή μπορεί να έχει γίνει κάποιο λάθος)

- Ο δηλωθέν τραπεζικός λογαριασμός του αιτούντος να είναι στο όνομά του (πρέπει να δίνουμε τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο είμαστε τουλάχιστον συνδικαιούχοι και όχι κάποιου άλλου συγγενή μας).

-Ο λογαριασμός να είναι ενεργός.

-Ο αιτών που είναι μισθωτός ή συνταξιούχος να δηλώνει τον λογαριασμό μισθοδοσίας/συνταξης.

Γενικά δε πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο τραπεζικός λογαριασμός μισθοδοσίας προστατεύεται:

α. αν πρόκειται για δανειστές, τράπεζες κλπ ΜΟΝΟ μέχρι του ύψους του ενός μισθού ή σύνταξης και ΜΟΝΟ για μια μέρα μετά την κατάθεση (ημέρα κατάθεσης + την επόμενη).

β. αν πρόκειται για ικανοποίηση διατροφής συζύγου, τέκνων (κλπ όμοιων απαιτήσεων), επιτρέπεται κατάσχεση έως 50% μάξιμουμ του μισθού – σύνταξης.

γ. αν πρόκειται για επίδομα ανεργίας είναι εξ ολοκλήρου ακατάσχετο.

Σε περίπτωση κατάσχεσης κοινού τραπεζικού λογαρισμού από τραπεζα, το καταναλωτικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι, ο καθένας από τους δικαιούχους χρηματικής κατάθεσης σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό, είναι δικαιούχος του συνόλου των χρημάτων που κατατέθηκαν στο λογαριασμό αυτό και μπορεί να τα χρησιμοποιεί χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων. Αντιστοίχως, η Τράπεζα δικαιούται να δεσμεύσει ποσά από έναν τέτοιο λογαριασμό έναντι απαίτησης που τυχόν έχει κατά ενός εκ των συνδικαιούχων.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΕΦΕΤΑΙΣ ΑΘΗΝΩΝ

Τηλ. 6945-028153 e-mail : This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it. fb: Αναστασία Μήλιου

Κοινοποιήστε

Ποινική και Αστική Ευθύνη διαχειριστών Ε.Π.Ε. για οφειλές προς το Δημόσιο

Γράφει η Αναστασία Μήλιου, Δικηγόρος Παρ’Εφέταις 

Πολύ προσεκτικοί θα πρέπει να είναι αυτοί που έχουν αναλάβει χρέη διευθυντή, διαχειριστή και γενικά εκπροσώπου της διοίκησης ΕΠΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ.2 Κ.Φ.Ε., τα πρόσωπα αυτά κατά το χρόνο διάλυσής της, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως, δηλαδή όλοι μαζι και με την προσωπική τους περιουσία για την πληρωμή φόρων εισοδήματος που οφείλονται από την Ε.Π.Ε., καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Στην έννοια των εντεταλμένων στη διοίκηση του νομικού προσώπου περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα στα οποία η διοίκηση του νομικού προσώπου ανατέθηκε με την ιδιωτική βούληση του οργάνου που έχει κατά νόμο τη διοίκηση και εκπροσώπηση του νομικού προσώπου, τέτοια δε περίπτωση συνιστά και η εκ μέρους του κατά νόμο διαχειριστή Ε.Π.Ε. χορήγηση πληρεξουσιότητας σε τρίτο πρόσωπο. Στην παρ. 3 του άρθρου 115 Κ.Φ.Ε. προβλέπεται επίσης ότι τα άνω πρόσωπα ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: i) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις παραπάνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά και ii) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου. - Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 7 Ν.2648/1998, οι διατάξεις της ως άνω παραγράφου 3 του άρθρου 115 Κ.Φ.Ε. εφαρμόζονται και για Φ.Π.Α, καθώς και για οφειλές φόρου κύκλου εργασιών. Επίσης, κατ’ άρθρο 55 στοιχείο β’ Ν. 2859/2000 (κώδικας

Φ.Π.Α), επεκτείνεται η ευθύνη των νομικών προσώπων για απόδοση ΦΠΑ και στους νομίμους εκπροσώπους αυτών, κατά το χρόνο διάλυσης, συγχώνευσης ή μετατροπής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης του φόρου, οι οποίοι ευθύνονται για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. - Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 20 του Ν.2523/1997 για τη φοροδιαφυγή, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής κατ’ άρθρο 19 (έκδοση, αποδοχή ή νόθευση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων) στις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης θεωρούνται οι διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν, ο κάθε εταίρος. Τα ανωτέρω πρόσωπα τιμωρούνται εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 25 Ν.1882/1990, όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: i) Έως 1 έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών υπερβαίνει το ποσό των 5.000,00 ευρώ, ii) 6 τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση i) υπερβαίνει το ποσό των 10.000,00 ευρώ, iii) 1 τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα ως άνω οριζόμενα υπερβαίνει το ποσό των 50.000,00 ευρώ και iv) 3 τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, κατά τα ανωτέρω, υπερβαίνει το ποσό των 150.000,00 ευρώ.

Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των 4 μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό. Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του άρθρου 25 Ν.1882/1990, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται ανωτέρω επιβάλλονται και προκειμένου για Ε.Π.Ε. στους διαχειριστές αυτών, και όταν ελλείπουν, αδιάφορα από το λόγο ελλείψεώς τους ή όταν απουσιάζουν αυτοί από την έδρα της εταιρείας χωρίς να είναι γνωστό στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή στο τελωνείο όπου είναι βεβαιωμένα τα χρέη που ευρίσκονται, σε κάθε εταίρο, σωρευτικά ή μη. Για τα άνω πρόσωπα η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. Επομένως, ένας διαχειριστής Ε.Π.Ε. μπορεί να υπέχει ποινική ευθύνη κατά τα ανωτέρω στην περίπτωση που δεν καταβάλλονται από την υπόχρεο εταιρεία βεβαιωμένες σε Δ.Ο.Υ οφειλές και χρέη προς το Δημόσιο, ήτοι προς Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή και προς ΟΤΑ, δηλαδή ο ανωτέρω κίνδυνος υφίσταται και στην περίπτωση των οφειλών από δημοτικούς φόρους και τέλη, αλλά και από άλλους φόρους και χρέη προς το Δημόσιο εν γένει. Αναστασία Χρ. Μήλιου Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών

Τηλ. 6945-028153 e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it. fb: Αναστασία Μήλιου 

Κοινοποιήστε

Έννοια αναπηρίας ασφαλισμένου ως στοιχείο για την απονομή αναπηρικής συντάξεως από το Ι.Κ.Α.

Γράφει η δικηγόρος  Αναστασία Μήλιου *

Τι απαιτείται για την απονομή και την παράταση σύνταξης αναπηρίας σε ασφαλισμένο του Ι.Κ.Α, του οποίου το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, δεν συνδέεται με χρονικές προϋποθέσεις; Αρμόδια όργανα να αποφανθούν για τη φύση, τα αίτια, την έκταση και τη διάρκεια της σχετικής σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας είναι οι πρωτοβάθμιες και οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές.

Τι γίνεται όταν ο ασφαλισμένος έπαιρνε σύνταξη λόγω εργατικού ατυχήματος και το ΙΚΑ με απόφασή του, την έκοψε διότι θεώρησε ότι δεν δικαιούται πλέον τέτοιου είδους σύνταξη;

Σύμφωνα με τις  διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» όπως ισχύουν ορίζεται ότι: « α) Ο ασφαλισμένος θεωρείται βαριά ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένισης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες  και  τη μόρφωση του περισσότερο από το ένα πέμπτο (1/5) του ποσού που συνήθως κερδίζει σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. β) Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, διάρκειας ενός έτους το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. γ) Ο ασφαλισμένος θεωρείται μερικά ανάπηρος αν λόγω πάθησης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εξάμηνης το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη διάρκειας, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το μισό (1/2) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης... δ) ..., ε) ......... στ) Κατά τον προσδιορισμό του βαθμού της αναπηρίας σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια α`, β` και γ`, το ποσοστό της αναπηρίας που οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια μπορεί να αυξηθεί και μέχρι 17 ποσοστιαίες μονάδες, λόγω κοινωνικών κριτηρίων ή κριτηρίων αγοράς εργασίας, ζ) Εφ` όσον ο ασφαλισμένος κρίνεται βαριά ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφ. α` δικαιούται σύνταξη ίση με την οριζόμενη κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του παρόντος νόμου. Εφ` όσον ο ασφαλισμένος κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφ. β` δικαιούται τα τρία τέταρτα (3/4) της σύνταξης αυτής και, εφόσον κρίνεται μερικά ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφ. γ` δικαιούται το 1/2 της σύνταξης αυτής η) ..θ) . .»

Περαιτέρω, στο άρθρο 34 του ως άνω ΑΝ. 1846/1951, με τιτλο  «Εργατικόν ατύχημα και επαγγελματική νόσος», ορίζεται ότι σεπερίπτωση που το γεγονός που θεμελιώνει το δικαίωμα σε ασφαλιστική παροχή οφείλεται σε βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής ή σε επαγγελματική ασθένεια, δεν απαιτείται για τη χορήγηση των ασφαλιστικών παροχών, η συμπλήρωση των προβλεπομένων στο νόμο ημερών εργασίας. Κατά δε τον Κανονισμό Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α. αρμόδιες για την διαπίστωση από ιατρική άποψη της φύσης, των αιτιών, της έκτασης και της διάρκειας της σωματικής ή πνευματικής βλάβης εκείνου που ζητά σύνταξη αναπηρίας είναι, κατά το άρθρο 29, οι υγειονομικές επιτροπές, οι γνωματεύσεις των οποίων, είναι δεσμευτικές για τα όργανα τα αρμόδια για την απονομή της ασφαλιστικής παροχής, εφόσον εκδίδονται με τον προσήκοντα τρόπο και είναι ειδικά αιτιολογημένες.

Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για την απονομή και την παράταση σύνταξης αναπηρίας σε ασφαλισμένο του Ι.Κ.Α, του οποίου το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, δεν συνδέεται με χρονικές προϋποθέσεις, απαιτείται, καταρχήν, η ύπαρξη ορισμένης πάθησης, βλάβης, σωματικής ή πνευματικής εξασθένισης, αρμόδια δε να αποφανθούν για τη φύση, τα αίτια, την έκταση και τη διάρκεια της σχετικής σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας (ιατρική αναπηρία), είναι τα υγειονομικά όργανα του Ιδρύματος, δηλ. οι πρωτοβάθμιες και οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές. Οι τελευταίες, με σχετικές γνωματεύσεις τους, οι οποίες, εφόσον αιτιολογούνται επαρκώς, είναι δεσμευτικές για τα ασφαλιστικά διοικητικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια, καθορίζουν το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης που οφείλεται στην ως άνω διαπιστούμενη ανικανότητα. Περαιτέρω, απαιτείται να συντρέχει, λόγω της προηγούμενης βλάβης, και βιοποριστική ανικανότητα του ασφαλισμένου να κερδίζει περισσότερα από ένα συγκεκριμένο ποσοστό, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του νόμου, που κερδίζει υγιής μισθωτός στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία (ασφαλιστική αναπηρία). Η στάθμιση της ασφαλιστικής αναπηρίας, που γίνεται κατά συνεκτίμηση της ιατρικώς διαπιστωθείσας πάθησης ή βλάβης του ασφαλισμένου, του επαγγέλματος του, της ηλικίας του, της μόρφωσης του, της δυνατότητας του να ασκεί το προηγούμενο ή άλλο παρεμφερές επάγγελμα, καθώς και των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά εργασίας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ανήκει στα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. και, σε περίπτωση αμφισβήτησης κατόπιν ασκήσεως προσφυγής, στα διοικητικά δικαστήρια (πρβλ. ΣΤΕ 1940/2003, 3812/2001 κ α). Περαιτέρω, τα ασφαλιστικά όργανα, προκειμένου να προσδιορίσουν το ποσοστό της μη οφειλόμενης σε ιατρικά κριτήρια αναπηρίας του

ασφαλισμένου, λαμβάνουν υπόψη το συνολικό ποσοστό της οφειλόμενης σε ιατρικά κριτήρια αναπηρίας του και μπορούν να αυξήσουν το ποσοστό αυτό έως δεκαεπτά ποσοστιαίες μονάδες λόγω κοινωνικών κριτηρίων ή κριτηρίων αγοράς εργασίας, σύμφωνα με την περ. στ` της παρ. 5 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951 (ΣτΕ 3237/2004, 2142/2004, 36/2004, 3381/2003).

Με βάση τα ανωτέρω  το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών,  με απόφαση του λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας: «α) το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης του ασφαλισμένου-εφεσίβλητου, που ανέρχεται σε 35% για το  χρονικό διάστημα που του διεκόπη η καταβολή σύνταξης, το είδος και τη φύση της πάθησης του, ιδίως δε τα κλινικά συμπτώματα αυτής, όπως καθορίστηκαν με την νόμιμα αιτιολογημένη, και ως εκ τούτου δεσμευτική, γνωμάτευση της Β/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής, β) την ηλικία του εφεσίβλητου (42 ετών), κατά το χρόνο που διεκόπη η συνέχιση της καταβολής της σύνταξης του, σε συνδυασμό με το είδος της εργασίας του (εργάτης φορτοεκφορτωτής), η οποία, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι βαριά και επίπονη ακόμη και για τον απολύτως υγιή και νεότερο του εφεσίβλητου φορτοεκφορτωτή, καθώς προϋποθέτει άρτιες σωματικές δυνάμεις, καταβολή έντονης σωματικής προσπάθειας, αντοχή στη σωματική κόπωση, σταθερότητα, ευκινησία, ασφαλή και ικανή στήριξη του ανθρώπινου σώματος στα κάτω άκρα του και πλήρη λειτουργικότητα αυτών, γ) το γεγονός ότι οι διαπιστωθείσες παθήσεις, και η σχετική με αυτές «δυσχέρεια βαδίσεως», επηρεάζουν δυσμενώς, εκτός από την καθημερινότητα του εφεσίβλητου κατά μείζονα λόγο τη συνέχιση της ιδίας ή άλλης παρεμφερούς εργασίας από αυτόν, καθώς μειώνουν την παραγωγικότητα του και παρεμποδίζουν τη πραγματοποίηση κινήσεων απαραίτητων για την εργασία του, όπως η συνεχής άρση και μεταφορά βαρέων αντικειμένων (π.χ. οικοσυσκευών και επίπλων), δ) το γεγονός ότι δεν προκύπτουν συγκεκριμένες γραμματικές γνώσεις του ασφαλισμένου που θα του επέτρεπαν την εύρεση και άσκηση άλλης εργασίας με ηπιότερη σωματική καταπόνηση, στ) τις συνθήκες εργασίας, που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, καθώς οι ευκαιρίες για απασχόληση, οι οποίες, κατά τα κοινώς γνωστά, δεν παρουσιάζουν αύξηση, είναι ακόμη πιο περιορισμένες για τον εφεσίβλητο δεδομένου ότι στην αγορά εργασίας προτιμώνται νεότεροι και υγιέστεροι μισθωτοί, που είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν καλύτερα στις ιδιαίτερες συνθήκες του επαγγέλματος, στ) τους όρους αμοιβής υγιούς μισθωτού της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας, κρίνει ότι ο εφεσίβλητος, κατά το χρονικό διάστημα από 01.02.2006 έως 31.01.2007, δεν μπορούσε να κερδίζει, παρέχοντας την ίδια ή παρεμφερή εργασία, που να ανταποκρίνεται στην ηλικία, τις δυνάμεις, τις δεξιότητες και τη μόρφωση του, περισσότερο από το μισό (1/2) του ποσού εκείνου που κερδίζει υγιής μισθωτός, που απασχολείται στην ίδια περιφέρεια με την ίδια επαγγελματική κατηγορία και μόρφωση. Συνεπώς ο εφεσίβλητος κρίνεται ασφαλιστικά ανάπηρος κατά την έννοια του εδαφίου γ` της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951 για το χρονικό διάστημα από 01.02.2006 έως 31.01.2007, και δικαιούται για το διάστημα αυτό σύνταξη μερικής αναπηρίας ίση με το ½ της πλήρους συντάξεως.»

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΧΡ.  ΜΗΛΙΟΥ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΕΦΕΤΑΙΣ

Τηλ. 6945-028153, e-mail : This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it., fb: Αναστασία Μήλιου

Κοινοποιήστε